Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸ εύπετές

См. также в других словарях:

  • εὐπετές — εὐπετής falling well masc/fem voc sg εὐπετής falling well neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπετής — εὐπετής, ές (ΑΜ) 1. (ιδίως για κύβους) αυτός που πέφτει καλά, ευνοϊκά 2. μτφ. (για γεγονότα) ευνοϊκός, ευτυχής 3. (για τον ρυθμό τού λόγου) εύστροφος, ευφραδής 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπετές η ευστροφία τού λόγου 5. εύκολος, ευκολοκατόρθωτος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»